- σαντάλι
- το, Νβλ. σανδάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαντάλι — σαντάλι, το και σάνταλο, το είδος υποδήματος, πέδιλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέδιλο — το 1. ρηχό υπόδημα που δένεται με λουριά, σαντάλι. 2. καθετί που μοιάζει με σαντάλι: Τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρασάνταλος — η, ο 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει τάξη ή μέτρο σε ό,τι λέει ή κάνει, ατάσθαλος, άτσαλος 2. (για πράγμ.) αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη ή δεν έχει λογική σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σαντάλι / σανδάλι] … Dictionary of Greek
σανδάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (34 κάτ., υψόμ. 350 μ.), στην επαρχία Σητείας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κατσιδωνίου. 2. Πεδινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Γιαννιτσών του νομού… … Dictionary of Greek
μονοσάνταλος — η, ο αυτός που φοράει σαντάλι μόνο στο ένα πόδι: Έτρεχε να γλιτώσει μονοσάνταλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)